ὑψηλοί

ὑψηλοί
ὑψηλός
high
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • высокий — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  прил. (греч. ὑψηλός) находящийся вверху, возвышенный; крепкий,… …   Словарь церковнославянского языка

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • αυτάρκεια — Στην οικονομία, πολιτική α. είναι η πολιτική μιας χώρας η οποία, παραιτούμενη από τα ωφελήματα των διεθνών ανταλλαγών, τείνει να χρησιμοποιεί αποκλειστικά τις εσωτερικές πλουτοπαραγωγικές της πηγές, με σκοπό να κάνει την οικονομία της ανεξάρτητη… …   Dictionary of Greek

  • κοντόσταυλος — Τίτλος ανώτατων αυλικών και στρατιωτικών αξιωματούχων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των φραγκικών κρατών. Οι βυζαντινοί κ. συγκαταλέγονταν μεταξύ των ανώτατων τιτλούχων της βυζαντινής ιεραρχίας και απολάμβαναν διάφορα προνόμια, αλλά σταδιακά ο …   Dictionary of Greek

  • λύττος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 319 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πεδιάδος του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, στις δυτικές απολήξεις του όρους Δίκτη, 39 χλμ. ΝΑ της πόλης του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • πατρέμβατοι — οἱ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑψηλοί» …   Dictionary of Greek

  • πετράμβατοι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑψηλοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πετράμβατοι αντί πετρανάβατοι < πέτρα + ἀναβατός (< ἀναβαίνω). Η λ. απαντά στους κώδικες με τη μορφή πατρέμβατοι] …   Dictionary of Greek

  • προσαγωγή — η, ΝΜΑ [προσάγω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προσάγω, προσκόμιση 2. το να οδηγείται κανείς ενώπιον κάποιου («προσαγωγή στον εισαγγελέα») 3. φρ. «εκ προσαγωγής» με βαθμιαία προσθήκη, βαθμηδόν νεοελλ. 1. ναυτ. ορτσάρισμα 2. φυσιολ. η κίνηση …   Dictionary of Greek

  • σελαμλίκι — και σελαμπλίκι, το, Ν (στους μουσουλμάνους) 1. δωμάτιο ή διαμέρισμα ανδρών, ανδρωνίτης 2. προσκύνημα σε τεμένη που κάνουν με μεγάλη πομπή κάθε Παρασκευή, ιδίως οι υψηλοί αξιωματούχοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. selamlik] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”